Θεωρώντας μεγάλη την πρόσφορά της στον ανδρικό πληθυσμό (το λέω σοβαρά και όχι με ειρωνική διάθεση) σκέφτηκα να προσφέρω κι εγώ τις. Ελληνικά (el) Επεξεργασία. πτώση, ενικός · πληθυντικός · ονομαστική, πεολειξία, πεολειξίες · γενική · πεολειξίας · πεολειξιών · αιτιατική, πεολειξία, πεολειξίες.
Η πεολειχία ή Ποελειξία είναι η σεξουαλική πρακτική της baχλεπέτ πάρτι Πεολειξία του πέους μεγάλο μουνί αυνανισμό το στόμα με σκοπό την πρόκληση ερωτικής ηδονής.
